- προσφωνεῖται
- προσφωνέωcallpres ind mp 3rd sg (attic epic)προσφωνέωcallpres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανάγιος — α, ο (ΑΜ πανάγιος, ία, ον) 1. αγιότατος, ιερότατος 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) βλ. Παναγία νεοελλ. 1. φρ. «Πανάγιος Τάφος» ο τάφος τού Ιησού Χριστού στα Ιεροσόλυμα, καθώς και ο τόπος ή ο ναός όπου βρίσκεται ο τάφος 2. ζωολ. γένος κολεοπτέρων… … Dictionary of Greek
πανιερότατος — Τίτλος προσφωνητικός μητροπολιτών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο τίτλος αυτός, στο κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σπάνια ήταν σε χρήση, στην περίπτωση των μητροπολιτών που η έδρα τους βρισκόταν γύρω από την Κωνσταντινούπολη και οι οποίοι… … Dictionary of Greek
προσφθεγκτός — ή, όν, Α [προσφθέγγομαι] αυτός που προσφωνείται ή ο άξιος να προσφωνηθεί … Dictionary of Greek
Βακχυλίδης — (Ιουλίδα Κέας 518; – περ. 450 π.Χ.). Χορικός λυρικός ποιητής. Γιος της αδελφής του Σιμωνίδη του Κείου, άκμασε γύρω στο 467 π.Χ. (κατά το Χρονικόν του Ευσεβίου) και φαίνεται πως πέθανε κατά τα μέσα του 5ου αι. Το έργο του έγινε γνωστό το 1896,… … Dictionary of Greek